κρυπτή

κρυπτή
Υπόγειος χώρος κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που χρησίμευε ως λειψανοθήκη ή ως καταφύγιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόγεια εκκλησία, προερχόμενη από τους χώρους των κατακομβών, στους οποίους είχαν ταφεί οι μάρτυρες. Στους παλαιοχριστιανικούς ναούς οι κ. βρίσκονταν κάτω από το Άγιο Βήμα (βασιλική Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης κ.α.). Σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν ίδιο σχήμα και εμβαδόν με την υπερκείμενη εκκλησία. Στους μεσοβυζαντινούς χρόνους η συνήθεια της μετακομιδής λειψάνων στους ναούς γενικεύτηκε και η αρχιτεκτονική των κ. αναπτύχθηκε τόσο ώστε επηρέαζε γενικά την κάτοψη του ναού. Εφαρμογές της κ. συναντάμε και σε ναούς της Δύσης. Σε πολλές ρομανικές εκκλησίες το επίπεδο του ιερού ανυψώνεται και η υποκείμενη κ. μετατρέπεται από υπόγειο σε ημιυπόγειο χώρο. Για την πρόσβαση από τον κυρίως ναό στο ιερό και στην κ. δημιουργήθηκαν κλίμακες ή κεκλιμένα επίπεδα, που μετέβαλαν σημαντικά την εσωτερική όψη των ναών (Σαν Τζένο στη Βερόνα, Σαν Μινιάτο αλ Μόντε στη Φλωρεντία, 12ος αι.). Από τον 12o αι. η δημιουργία νέων κ. άρχισε να περιορίζεται. Για ένα μεγάλο διάστημα διατηρούνταν και επισκευάζονταν οι παλαιές, ώσπου με την πάροδο του χρόνου η χρήση τους ατόνησε και σταμάτησε. Στην κρύπτη του καθεδρικού ναού του Μπιτόντο, κοντά στην πόλη Μπάρι, του 12ου αι., τα σταυροθόλια υποστηρίζονται από τριάντα κίονες.
* * *
κρυπτή, ἡ (Μ)
βλ. κρύπτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρυπτῇ — κρυπτή crypt fem dat sg (attic epic ionic) κρυπτός hidden fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτή — crypt fem nom/voc sg (attic epic ionic) κρυπτός hidden fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύπτη — Υπόγειος χώρος κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που χρησίμευε ως λειψανοθήκη ή ως καταφύγιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόγεια εκκλησία, προερχόμενη από τους χώρους των κατακομβών, στους οποίους είχαν ταφεί οι μάρτυρες. Στους… …   Dictionary of Greek

  • κρύπτη — η κρυψώνας, κρησφύγετο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρύπτῃ — κρύπτης member of the Spartan masc dat sg (attic epic ionic) κρύπτω hide pres subj mp 2nd sg κρύπτω hide pres ind mp 2nd sg κρύπτω hide pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπταῖς — κρυπτή crypt fem dat pl κρυπτός hidden fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπταῖσιν — κρυπτή crypt fem dat pl (epic ionic aeolic) κρυπτός hidden fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπταί — κρυπτή crypt fem nom/voc pl κρυπτός hidden fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτᾷ — κρυπτή crypt fem dat sg (doric aeolic) κρυπτός hidden fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτῆς — κρυπτή crypt fem gen sg (attic epic ionic) κρυπτός hidden fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”